- κατάπυρος
- κατάπυρος, -ον (Α)διάπυρος, πυρωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί-πυρος, διά-πυρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάπυρος — very red masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπυρον — κατάπυρος very red masc/fem acc sg κατάπυρος very red neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπυροι — κατάπυρος very red masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… … Dictionary of Greek
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καταπυρούμαι — καταπυροῡμαι, έομαι (Μ) [κατάπυρος] κατακαίομαι («ἐπιμελῶς προσέταξε καταπυροῡσθαι ταῡτα») … Dictionary of Greek
καταπυρώ — καταπυρῶ, όω (AM) [κατάπυρος] μσν. ζεσταίνω κάτι πάρα πολύ αρχ. ξηραίνω, στεγνώνω … Dictionary of Greek